- μεσεγγυούχος
- οαυτός στον οποίο κατατίθεται το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσέγγυον + -οῦχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… … Dictionary of Greek
μεσεγγυητής — ο, θηλ. μεσεγγυήτρια (ΑM μεσεγγυητής) [μεσεγγυώ] πρόσωπο που αναλαμβάνει το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυούχος … Dictionary of Greek
παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… … Dictionary of Greek